ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΡΤΑΛΙΩΤΗ
Η αντιμετώπιση του τέρατος της ανεργίας και της επισφαλούς εργασίας είναι τα δύο πιο προφανή καθήκοντα στη σημερινή συγκυρία για την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, το οποίο ταυτόχρονα πρέπει να οργανώνει και την άμυνά του στις διαρκείς πιέσεις που δέχεται από πιστωτές και εταίρους -και ιδίως από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- για αλλαγή της εργατικής και της συνδικαλιστικής νομοθεσίας επί τω χείρω (συρρίκνωση του δικαιώματος στην απεργία, θεσμοθέτηση του λοκ άουτ, νέο πάγωμα των συλλογικών συμβάσεων είναι μερικές από τις αξιώσεις τους που αντιμετωπίστηκαν καταρχήν).
Όμως, ενώ στα δύο αυτά μέτωπα, έστω και με αργούς ρυθμούς εμφανίζονται κάποια σημάδια βελτίωσης ένα τρίτο πρόβλημα προκύπτει και διατηρεί στάσιμο, αν όχι μειούμενο, το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων, κι αυτό είναι ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός επιχειρήσεων που, χωρίς να απολύουν, προχωρούν σε παύσεις ή καθυστερήσεις πληρωμών. Η προστασία αυτών των εγκλωβισμένων εργαζομένων, που στην ουσία εξαναγκάζονται να δανείζουν άτοκα τις επιχειρήσεις στις οποίες δουλεύουν, είναι η άμεση επόμενη νομοθετική πρωτοβουλία που ετοιμάζει το υπουργείο.
Η ανεργία στα επίπεδα του 2012
Οι αριθμοί που δημοσιεύονται κάθε μήνα σχετικά με την ανεργία και την επισφαλή εργασία καταδεικνύουν τη σχετική βελτίωση σε αυτό τον τομέα. Αναφορικά με το πρώτο, το επίπεδο της ανεργίας έχει, σύμφωνα με τα στοιχεία, επκπρέψει στο επίπεδο του 2012. Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μιλούν για ένα ποσοστό της τάξης του 22,5% τον Μάρτιο του 2017. Αριθμός αισθητά κατώτερος από το 27,9% που είχε σημειωθεί τον Σεπτέμβριο του 2013 (μόλις τρεις μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Αντώνη Σαμαρά), αλλά, επίσης και σχετικά ανελαστικός εφόσον περισσότερα από τα 2/3 από αυτούς είναι μακροχρόνια άνεργοι. Από την άλλη πλευρά, ανάμεσα στο σύνολο των νέων θέσεων εργασίας που ανοίγουν, σταθερά τους τελευταίους μήνες είναι πάνω από 50% αυτές που αφορούν σε μόνιμες συμβάσεις και κάτω από 50% αυτές που αφορούν σε ελαστική εργασία σε κάθε μορφή της (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ημιαπασχόληση κ.ο.κ.), ανατρέποντας την ακριβώς αντίθετη εικόνα που υπήρχε μέχρι και το τέλος του 2016. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει μείωση της ελαστικής εργασία’· συνολικά, καθώς στις θέσεις εργασίας που χάνονται με οποιαδήποτε αιτία (απολύσεις παραιτήσεις συνταξιοδοτήσεις ή λήξη συμβάσεων) το ποσοστό των μόνιμων συμβάσεων είναι πολύ μεγαλύτερο, αλλά επιβράδυνση της διείσδυσής της στην αγορά εργασίας.
Το ποσοστό των εργαζομένων που δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται ή λαμβάνοντας μόνο περιορισμένες καταβολές έναντι της εργασίας τους είναι μια ανοιχτή και διογκούμενη πληγή. Το υπουργείο υπολογίζει κοντά στις 50.000 τους εργαζομένους που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια τέτοια σχέση εργασίας κι αυτό αφορά στα στοιχεία που έχουν καταγράφει. Ο αριθμός αυτός αναφέρεται σε εργαζομένους που δεν τους έχουν καταβληθεί μισθοί για τους τελευταίους 6-8 μήνες. Πέραν, λοιπόν, των ήδη υπαρχόντων δικαιωμάτων που έχουν αυτοί οι εργαζόμενοι (όπως η επίσχεση εργασίας), το υπουργείο ετοιμάζει σειρά προγραμμάτων προστασίας τους αλλά και άσκησης πίεσης προς τις επιχειρήσεις που ακολουθούν αυτή την τακτική.
Με τρεις πυλώνες και έναν… γόρδιο δεσμό
Το σχετικό πρόγραμμα του υπουργείου έχει τρεις πυλώνες. Ο πρώτος αφορά στην οικονομική ενίσχυση των απλήρωτων εργαζομένων. Ο δεύτερος στη διευκόλυνσή τους στην εξεύρεση άλλης εργασίας. Και ο τρίτος στον αποκλεισμό των συγκεκριμένων επιχειρήσεων από μια σειρά επιδοτήσεων που συνδέονται με το δημόσιο χρήμα.
Το εν λόγω πρόγραμμα, το οποίο σχεδιάζεται να χρηματοδοτηθεί μέσω ΕΣΠΑ, αφορά σε δύο κύριες κατηγορίες εργαζομένων: αυτούς που εργάζονται σε κλάδους που υποφέρουν από μεγάλη ύφεση και μείωση της παραγωγής και αυτούς που εργάζονται σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν ανάλογα φαινόμενα και ο συνολικός του προϋπολογισμός ακουμπά τα 100 εκατ. ευρώ.
Ο σχεδιασμός περιλαμβάνει την άμεση οικονομική τους ενίσχυση (πέραν των χρημάτων που ενδεχόμενα λαμβάνουν όντας σε επίσχεση εργασίας ή σε διαθεσιμότητα) αλλά και προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και ειδίκευσης προκειμένου να ενισχυθεί η θέση τους στη διαπραγμάτευση μιας άλλης θέσης εργασίας ή -ειδικότερα- σε τομείς αυτοαπασχόλησης με ασαφές ακόμα αν υπάρχει πρόβλεψη να επιδοτηθούν για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, η κατάρτιση αυτή θα γίνεται με συνοδεία επιδοματικής ενίσχυσης γι’ αυτούς που την επιλέγουν.
Μια δεύτερη συζήτηση είναι αυτή που αφορά στην «τιμωρία» των επιχειρήσεων που προβαίνουν σε αυτές τις ιδιότυπες στάσεις πληρωμών προς τους εργαζομένους. Το υπουργείο φαίνεται διατεθειμένο να εκμεταλλευτεί όλες τις δυνατότητες που δίνει ο νόμος, με πρώτη απ’ όλες τον αποκλεισμό τους από το δημόσιο χρήμα. Αυτή η πρόβλεψη ισχύει ήδη για επιχειρήσεις που δεν τηρούν την εργατική νομοθεσία. Ωστόσο, η τήρησή της σκοντάφτει ενίοτε σε ένα άλλο πρόβλημα: οι επιχειρήσεις που αποστερούνται τη δημόσια χρηματοδότηση εμφανίζουν συχνά το γεγονός αυτό ως επιπρόσθετη δικαιολογία για να μην πληρώνουν. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε με αντίστοιχους όρους στις πολλαπλές υποθέσεις που ξέσπασαν με εργολάβους που είχαν συμβάσεις με το Δημόσιο και δεν πλήρωναν τους εργαζομένους. Μάλιστα, η διευθέτηση του προβλήματος αυτού εκκρεμεί ακόμα, καθώς η λύση των συμβάσεων με τους εν λόγω εργολάβους έγινε χωρίς να διασφαλίζονται οι θέσεις εργασίας. Η αποφυγή τέτοιων φαινομένων, χωρίς να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να παραβιάζουν την εργατική νομοθεσία και ταυτόχρονα να αξιώνουν δημόσια χρηματοδότηση, αποτελεί τον γόρδιο δεσμό που καλείται να λύσει το υπουργείο.
Πηγή: epikaira.gr