Κλαίνε μουσουλμάνοι και χριστιανοί στο Διδυμότειχο
Η πρωτοφανής φωτιά στο τέμενος του Διδυμοτείχου, στοίχισε σε όλη την κοινωνία της πόλης. «Το τζαμί δεν είναι μόνο των μουσουλμάνων. Τέτοιο μνημείο είναι όλης της Ελλάδας». Ο ταξιτζής που κάνει πιάτσα στην πλατεία ακριβώς μπροστά στο ιστορικό τέμενος δείχνει πως είναι ιδιαίτερα στενοχωρημένος για αυτό που έγινε. «Δεν υπάρχει σοβαρός άνθρωπος που να μην στενοχωθηκε για την καταστροφή», είπε.
Η εικόνα από τη μεγάλη ζημιά αποτυπώθηκε και στις εργασίες άμεσης απομάκρυνσης επικίνδυνων υλικών. Δηλαδή των λαμαρινών που έλιωσαν, όπως και των σιδερένιων δοκαριών που λύγισαν. «Σκοπός είναι να ολοκληρωθούν γρήγορα οι εργασίες αυτές, για να εηιτραπεί σε υπηρεσίες και καταστήματα να λειτουργήσουν και στη συνέχεια να προωθηθεί η αποκατάσταση του μνημείου», είπε στη «ΜτΚ» μηχανικός που επέβλεπε τις εργασίες.
Η καταστροφή του τεμένους και ειδικά της μοναδικής ξύλινης στέγης του, προκαλεί και οικονομικές επιπτώσεις στην πόλη του Διδυμοτείχου. «Ερχονταν Τούρκοι να επισκεφθούν το τζαμί Περιμέναμε περισσότερους μόλις άνοιγε το μνημείο και αυτό θα βοηθούσε την τουριστική ανάπτυξη του τόπου. Αλλά πιστεύω ότι θα γίνει πάλι όπως ήταν, ελπίζω γρήγορα», κατέληξε κάτοικος της πόλης.
Η εισαγγελική έρευνα, όπως από την πρώτη στιγμή τονίστηκε, στρέφεται σε όλες τις κατευθύνσεις για την απόδοση ευθυνών.
Η διαδικασία της «αποψίλωσης» των συντριμμιών του μεταλλικού κελύφους του μνημείου είναι σε εξέλιξη, μετά την καταστροφική φωτιά της 22ας Μαρτίου. «Δεν είναι επικίνδυνο ότι πέφτουν πάλι σπίθες», έρχεται η εύλογη ερώτηση. «Πλέον δεν έχει να καεί τίποτε. Καταστράφηκαν όλα», απαντούν οι ειδικοί επιστήμονες, που βλέπουν το ερείπιο του Βαγιαζήτ με δάκρυα στα μάτια.
Το δεδομένο που φαίνεται ότι περιγράφεται στη δικογραφία που σχηματίζει η πυροσβεστική, ότι η φωτιά στο ιστορικό τέμενος – σύμβολο της ακριτικής πόλης προκλήθηκε από σπίθες οξυγονοκόλλησης εργατών, που ήταν στο εσωτερικό του κτιρίου και δίπλα στην ξύλινη ιστορική στέγη που καταστράφηκε, έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις, ειδικά από την πλευρά των αρχαιολόγων, καθώς επιλέχθηκε εργολαβία για την επέμβαση συντήρησης και αναστήλωσης του μνημείου και όχι αρχαιολογική αυτεπιστασία που διασφαλίζει την ακεραιότητά του.
Ενδεικτικό είναι πως ακόμη και πριν λίγες ημέρες, κατά τη διάρκεια της αποκαθήλωσης των συντριμμιών, δηλαδή των λαμαρίνων του κελύφους που μετατράπηκαν σε καρυδότσουφλα από τη φωτιά, οι επιστήμονες αντιδρούσαν έντονα για τον χειρισμό. Παρά τον θόρυβο για την προστασία του μνημείου, ακόμη και τότε τα συνεργεία πετούσαν τις λαμαρίνες από ύψος 25 μέτρων στο έδαφος, αγνοώντας εάν χτυπούσαν στους ιστορικούς εξωτερικούς του τοίχους. Οι φωνές των επιστημόνων για προστασία του μνημείου κάλυπταν μέχρι και τους θορύβους που έκαναν οι γερανοί.
Έγκυρες πληροφορίες αναφέρουν πως στη δικογραφία που θα διαβιβαστεί τη Μεγάλη Εβδομάδα στον εισαγγελέα Ορεστιάδας τονίζονται όσα συνέβησαν με τις σπίθες της οξυγονοκόλλησης στην εσωτερική κορυφή του μνημείου, δίπλα
στην ιστορική ξύλινη στέγη που χάθηκε. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αναφέρεται πως παρ’ ότι την προηγούμενη ημέρα (Τρίτης 21 Μαρτίου) έγινε μία επέμβαση της πυροσβεστικής σε σημείο όπου είχε εκδηλωθεί φωτιά από σπινθήρες, τα συνεργεία συνέχισαν να δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με τη χρήση συσκευής οξυγόνου και οι σπίθες αυτές κατέληξαν σε ξύλα ηλικίας 600 χρόνων, στα οποία η φωτιά δεν έγινε αμέσως αντιληπτή αλλά υπέβοσκε κάποιες ώρες μέχρι να εκδηλωθεί τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας.
Μάλιστα, για τη φωτιά της 21ης Μαρτίου, οι ίδιοι εργάτες την έσβησαν με πυροσβεστήρες και στη συνέχεια η πυροσβεστική έριξε πάλι νερό για να αποσοβήσει κάθε κίνδυνο αναζωπύρωσης. «Η μεγάλη φωτιά δεν προκλήθηκε από εκείνο
το σημείο. Προκλήθηκε από άλλο, καθώς φαίνεται ότι τα συνεργεία συνέχισαν τη δουλειά με το οξυγόνο, αφού οι πυροσβέστες έφυγαν», επιμένουν αξιωματικοί του σώματος.
ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗ
Οι ειδικοί πυροσβέστες αποκλείουν οποιοδήποτε ενδεχόμενο αναζωπύρωσης της πυρκαγιάς από το σημείο όπου εκδηλώθηκε το μεσημέρι της Τρίτης και σβήστηκε. Με τον τρόπο αυτό όμως αποσείουν και τις ενδεχόμενες ευθύνες που έχουν, καθώς κανείς με ασφάλεια δεν μπορεί να αποκλείσει ότι εάν η πυροσβεστική έμενε στο μνημείο και άλλες ώρες η πυρκαγιά που φούντωσε τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας και κατέστρεψε το τέμενος, θα είχε γίνει αντιληπτή.
Αυτή φαίνεται να είναι και πεποίθηση ορισμένων παραγόντων του υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και της τοπικής κοινωνίας του Διδυμοτείχου, η οποία προσδοκούσε ένα δικό της success story με τουριστική ανάπτυξη από τη λειτουργία του τεμένους ως μνημείου. Έκπληκτη μάλιστα η ίδια η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, όταν λίγες ημέρες μετά επισκέφθηκε το κατεστραμμένο μνημείο, είδε μπροστά της να αναζωπυρώνεται η φωτιά σε ένα χοντρό δοκάρι της ξύλινης στέγης του τζαμιού. «Ηταν γυμνή φωτιά,
δεν ήταν απλώς καπνοί», απαντούν μάρτυρες του περιστατικού, λέγοντας ότι μετά τη μεγάλη πυρκαγιά και άλλες φορές άναψαν τα ξύλα. «Δεν υπάρχει αναζωπύρωση είναι καπνοί που μπορεί να βγαίνουν από κάποια ξύλα. Η φωτιά σβήστηκε την επόμενη μέρα», διαβεβαιώνεται από την πυροσβεστική.
Συμπληρώνουν πως τη συγκεκριμένη ημέρα που εκδηλώθηκε η φωτιά η φύλακας του χώρου έκανε εξονυχιστική έρευνα και είδε πως όχι μόνον δεν έβγαιναν καπνοί από πουθενά, αλλά δεν μύριζε κάτι ύποπτο. Από την άλλη όμως δέχονται πως το πιθανότερο είναι η φωτιά να προκλήθηκε από σπινθήρες του οξυγόνου, οι οποίες επί δύο – τρεις ώρες σιγόκαιγαν εσωτερικό σημείο ξύλου και στη συνέχεια άρχισε να επεκτείνεται. Μάλιστα οι πυροσβέστες τονίζουν πως ο μουσαμάς που είχε καλύψει τη στέγη, για να μην καταστρέφεται μετά την κλοπή της μολύβδινης στέγης πριν πολλά χρόνια, ήταν ιδιαίτερα εύφλεκτος και γι’ αυτό η πυρκαγιά επεκτάθηκε γρήγορα. Μάλιστα στο πλαίσιο της έρευνας της πυροσβεστικής έγιναν και αναπαραστάσεις πρόκλησης φωτιάς σε κομμάτια από τον μουσαμά αυτόν.
Ωστόσο, η εισαγγελική έρευνα όπως από την πρώτη στιγμή τονίστηκε, στρέφεται σε όλες τις κατευθύνσεις για την απόδοση ευθυνών.
Πηγή: Εεφημερίδα Μακεδονία